Βασικά χαρακτηριστικά των ορίων και τρόποι θετικής διατύπωσής τους

Σε γενικές γραμμές, τα όρια είναι ευέλικτα, συμμετοχικά, συνεργατικά και προστατευτικά μέσα σε ένα δημοκρατικό πλαίσιο. Είναι εξατομικευμένα (δηλαδή, διαφορετικά για κάθε παιδί) και προσαρμοστικά (προσαρμόζονται ανάλογα με την ηλικία και το αναπτυξιακό στάδιο του παιδιού).

Οδηγούν σε λειτουργική επικοινωνία με το παιδί και οικοδομούν μια σχέση συνεργασίας ανάμεσα στον γονέα και το παιδί. Χρησιμοποιώντας τα όρια, ο γονέας αποφεύγει:

  • Να δίνει διαταγές: «Πήγαινε για ύπνο».
  • Να ασκεί κριτική: «Πάλι πέταξες νερό στο πάτωμα!»
  • Να γκρινιάζει: «Πόσες φορές θα σου το πω να κάνεις τα μαθήματά σου;»
  • Να κάνει κήρυγμα: «Δεν θα καταφέρεις τίποτα αν δεν έχεις υπομονή».
  • Να απειλεί: «Αν δε ντυθείς αμέσως, θα φύγω χωρίς εσένα».

Τα όρια έχουν 5 βασικά χαρακτηριστικά:

  1. Τα όρια θα πρέπει να λειτουργούν προληπτικά, δηλαδή να μπορούν να προβλέπουν τι θα συμβεί μετά από μια ενδεχόμενη παραβίασή τους. Έτσι, αν μία συμπεριφορά «ξεφύγει από τα όρια», δεν επιβάλλονται τιμωρίες ξαφνικά και απροειδοποίητα, προλαμβάνονται δυσάρεστες καταστάσεις, δύσκολα συναισθήματα -όπως ο θυμός- και έντονες συγκρούσεις. Η προληπτική τους διάσταση επιτρέπει στο παιδί να γνωρίζει αυτό που το περιμένει αν ενεργήσει με έναν τρόπο διαφορετικό από όσα έχουν προσυμφωνηθεί. Επομένως, τα όρια οικοδομούν τον αμοιβαίο σεβασμό και το ενδιαφέρον του ενός για τον άλλο και αφήνουν στο παιδί το περιθώριο να αλλάξει τη συμπεριφορά του προκειμένου να ικανοποιηθούν οι ανάγκες του.
  2. Τα όρια διατυπώνονται θετικά, ως συμφωνία μεταξύ γονέα και παιδιού και όχι με αρνητικό τρόπο, γιατί τότε μετατρέπονται σε απειλή. Για παράδειγμα, ο γονέας λέει: «Μπορείς να δεις ταινία, αν έχεις τελειώσει το διάβασμά σου μέχρι τις 6» (οριοθέτηση) και όχι «Δε θα δεις ταινία, αν δεν έχεις τελειώσει το διάβασμά σου μέχρι τις 6» (απειλή).
  3. Τα όρια διατυπώνονται με σαφήνεια και συντομία. Όσο πιο σαφή, συγκεκριμένα και σύντομα είναι τα όρια στη διατύπωσή τους, τόσο πιο αποτελεσματικά είναι.
  4. Είναι πολύ σημαντικό τα όρια να διαφυλάσσονται και από τις δύο πλευρές, δηλαδή να τίθενται με τέτοιο τρόπο ώστε να φροντίζουν για την ικανοποίηση των αναγκών τόσο του γονέα όσο και του παιδιού.
  5. Να τηρούνται με συνέπεια και ακρίβεια.

Να θυμάστε ότι έχει μεγάλη σημασία και ο τρόπος με τον οποίο εκφέρεται η οριοθέτηση, όπως ο τόνος της φωνής (χρειάζεται ηρεμία), η έκφραση του προσώπου, το βλέμμα και η στάση του σώματος.

Η θετική διατύπωση ίσως αποτελεί το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό της καλής οριοθέτησης. Έχει φανεί ότι τα πιο αποτελεσματικά όρια είναι αυτά που εστιάζουν στα θετικά αποτελέσματα που προκύπτουν από τη συνεργασία κι αυτά που διατυπώνονται με θετικό τρόπο.

Τρόποι με τους οποίους μπορούμε να ενισχύσουμε τη θετική διατύπωση των ορίων

  • Εντοπίστε την αρνητική γλώσσα που ήδη χρησιμοποιείτε: Σκεφτείτε τι ερεθίσματα ή συμπεριφορές πυροδοτούν τη χρήση αρνητικής γλώσσας με τα παιδιά σας. Για παράδειγμα, το παιδί σας συνηθίζει να φωνάζει και συνεχώς του λέτε «Σταμάτα να φωνάζεις!»
  • Αντικαταστήστε τις αρνητικές φράσεις με θετικές εναλλακτικές: Αντί να λέτε «Όχι», «Σταμάτα» και «Μη», εστιάστε στο να λέτε στα παιδιά πράγματα που ΜΠΟΡΟΥΝ να κάνουν. Για παράδειγμα, αντί να πείτε «Σταμάτα να φωνάζεις», πείτε «Κάνε ησυχία σε παρακαλώ» ή αντί να πείτε «Σταμάτα να τρέχεις», πείτε «Πιο αργά σε παρακαλώ».
  • Αναπτύξτε τη θετική σας γλώσσα αποφεύγοντας τις εντολές: Αφού καταφέρετε να αντικαταστήσετε τις αρνητικές εντολές με θετικές, κατευθυνθείτε σταδιακά στο να μη δίνετε καθόλου εντολές. Εναλλακτικά, μπορείτε να χρησιμοποιήσετε λέξεις που προσκαλούν, όπως «Μπορείς να…», «Ας…», «Αν θέλεις…, θα…», «Τι θα έλεγες να…». Για παράδειγμα, «Μπορείς να ζητήσεις αυτό που θέλεις με πιο χαμηλή φωνή. Σε ακούω κι έτσι».
  • Πείτε στο παιδί σας «πότε» μπορεί να κάνει αυτό που θέλει: Αντί να πείτε όχι σε κάτι που σας ζητάει να κάνει, αναγνωρίστε την επιθυμία του και πείτε του πότε μπορεί να το κάνει. Αυτή η απάντηση ακούγεται περισσότερο σαν «ναι». Για παράδειγμα, αν το παιδί σας θέλει να παίξει την ώρα που τρώει, αντί να πείτε «Όχι, δεν μπορείς να παίξεις τώρα!», πείτε «Μπορείς να παίξεις αφού φας».
  • Εναλλακτικά, χρησιμοποιήστε γλώσσα του τύπου «πρώτα θα… και ύστερα θα…»: «Πρώτα θα διαβάσεις και ύστερα θα δεις βίντεο».
  • Προσφέρετε μια επιλογή: Τα παιδιά είναι πιο πιθανό να επιλέξουν μία από τις προτάσεις σας σε πράγματα που μπορούν να κάνουν, να φορέσουν ή να πάνε, επειδή έτσι νιώθουν ότι έχουν τον έλεγχο. Αυτή η στρατηγική είναι επίσης αποτελεσματική και για εσάς διότι έχετε ήδη εγκρίνει κάθε επιλογή. Για παράδειγμα, «Είναι ώρα για ύπνο, θέλεις να πλύνεις πρώτα τα δόντια σου ή να φορέσεις τις πιτζάμες σου;» ή «Θέλεις να φορέσεις το μπλε ή το μαύρο παντελόνι;»
  • Βοηθήστε το να θυμηθεί: Επειδή η προσοχή των παιδιών αποσπάται εύκολα, υπενθυμίστε του τι του ζητήσατε να κάνει διατυπώνοντας τις πληροφορίες ως απλά δεδομένα, χωρίς να το κατηγορείτε ή να το κάνετε να νιώσει ότι απέτυχε. Για παράδειγμα, «Θυμάμαι ότι χρειάζεται να τραβήξεις το καζανάκι και να σβήσεις το φως του μπάνιου μόλις τελειώσεις».
  • Πείτε το μονολεκτικά (με μία λέξη): Στα παιδιά δεν αρέσει να ακούνε κηρύγματα, διαλέξεις και μακροσκελείς εξηγήσεις. Γι’ αυτά, όσο πιο σύντομη είναι μια υπενθύμιση, τόσο το καλύτερο. Για παράδειγμα, «Το καζανάκι!», «Το φως!»
  • Περιγράψτε το πρόβλημα: «Αχ, ήθελες να φας στο σαλόνι. Το πρόβλημα είναι ότι δε θέλω να ανησυχώ για ψίχουλα και λεκέδες στον καναπέ».
  • Περιγράψτε τι βλέπετε: «Ωχ, έχει πέσει γάλα στο πάτωμα».
  • Περιγράψτε πώς νιώθετε: «Θυμώνω πολύ όταν κοπανιέται το πατίνι στον τοίχο».
  • Δώστε πληροφορίες: «Στο σκυλάκι δεν αρέσει να του τραβούν την ουρά. Του αρέσει να του ξύνουν την κοιλίτσα».
  • Παίξτε με το παιδί σας: «Θέλουμε ένα γρήγορο συμμάζεμα. Θα βάλω να παίζει το αγαπημένο σου τραγούδι. Πιστεύεις ότι μπορείς να έχεις βάλει τα πάντα στη θέση τους μέχρι να τελειώσει το τραγούδι;».

Πηγές