Τα ψέματα των παιδιών προσχολικής ηλικίας: Γιατί τα λένε και πώς να τα διαχειριστείτε

Ψέμα ονομάζουμε κάθε παραποίηση, διαστρέβλωση της αλήθειας ή, καλύτερα, της πραγματικότητας, αλλά και απόκρυψή της. Το ψέμα είναι πολύ συνηθισμένο στα παιδιά και ξεκινά σχεδόν ταυτόχρονα με την ανάπτυξη της ομιλίας. Στην πραγματικότητα, έχει βρεθεί ότι το 96% των μικρών παιδιών λένε ψέματα κάποια στιγμή. Τα τετράχρονα λένε ψέματα, κατά μέσο όρο, κάθε δύο ώρες, ενώ τα εξάχρονα λένε ψέματα, κατά μέσο όρο, κάθε ώρα.

Παραδόξως, το ψέμα έρχεται φυσικά και αυθόρμητα. Από την άλλη, η αλήθεια, η ειλικρίνεια και η ακεραιότητα είναι συμπεριφορές που μαθαίνονται. Ως γονείς, έχουμε την ευκαιρία να διδάξουμε στα παιδιά μας γιατί είναι σημαντικό να λέμε την αλήθεια. Το πιο σημαντικό είναι να δείξουμε ότι είναι ασφαλές για τα παιδιά μας να μας λένε την αλήθεια.

Το πρώτο του ψέμα

Το πρώτο ψέμα που λέει ένα παιδί γύρω στα 2 του χρόνια είναι μονολεκτικό: ένα απλό «όχι», ενώ θα έπρεπε να πει «ναι». Ενώ αυτό έσπασε το βάζο, ξεκοίλιασε την κούκλα της αδερφής του, έχυσε το νερό, το αρνείται σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να ανατρέψει την αλήθεια.

Η άρνησή του κρύβει τρεις βασικές ανάγκες:

  1. Να αποφύγει την τιμωρία. Όταν φοβάται μια αυστηρή τιμωρία, που στα μάτια του φαντάζει πραγματική αδικία, το παιδί χρησιμοποιεί το ψέμα σαν ασπίδα απέναντι στον γονέα, με την ελπίδα να αναβάλει ή τουλάχιστον να αμβλύνει την επίπληξη. «Λέω ψέματα» σημαίνει πολλές φορές για ένα μικρό παιδί «Δεν το’ θελα». Το ψέμα χρησιμοποιείται περισσότερο ως άρνηση της κακής πρόθεσης παρά ως άρνηση του γεγονότος αυτού καθαυτού. Είναι σαν να μας έλεγε το παιδί: «Έκανα κάτι κακό, αλλά δεν είμαι ο ίδιος κακός».
  2. Να διαγράψει το σφάλμα του. Λέγοντας «Όχι, δεν ήμουν εγώ», το παιδί είναι σαν να αρνείται ότι είναι αδέξιο και ανίκανο. Είναι μια παράκληση να μην επιμείνουμε πολύ στη ζημιά που προκάλεσε. Τα ψέματα αποτελούν έναν μηχανισμό επανόρθωσης που θέτει σε λειτουργία το παιδί για να αυξήσει και να διατηρήσει την αυτοεκτίμησή του. Το ψέμα γίνεται έτσι ένα μέσο για να επανορθώσει το ανεπανόρθωτο, για να μπαλώσει, έστω και προσωρινά, την ανεπάρκειά του.
  3. Να επιβεβαιώσει την ανεξαρτησία του. Το πρώτο ψέμα του παιδιού αποτινάσσει την τυραννία της γονεϊκής παντοδυναμίας. Το παιδί ανακαλύπτει ότι διαθέτει δική του σκέψη, μια προσωπική ταυτότητα, απαραβίαστη και μυστική απ’ όλους. Πρόκειται για την πλέον κρίσιμη φάση στην ανάπτυξη του Εγώ μας και της έννοιας του εαυτού μας. Τώρα που έχει ένα μυστικό, το παιδί ξέρει ότι έχει κάτι αποκλειστικά δικό του, απόλυτα προσωπικό, και φτάνει έτσι στην αντίληψη του εαυτού του ως αυτόνομου ατόμου.

Το απατηλό ψέμα

Οι περισσότεροι ψυχολόγοι υποστηρίζουν ότι δεν μπορεί ένα παιδί προσχολικής ηλικίας να ψεύδεται με την κυριολεκτική έννοια του όρου. Και διακρίνουν τα ψέματα σε αληθινά και απατηλά. Τα απατηλά ψέματα, σε αντίθεση με τα αληθινά, δεν αρνούνται σκόπιμα την πραγματικότητα για να μας παραπλανήσουν, περιγράφουν απλούστατα μια διαφορετική αλήθεια.

Αντιμέτωπα με μια πραγματικότητα που δεν κατανοούν, που δεν αποδέχονται ή που τα φοβίζει, τα μικρά μας προσπαθούν να την ορίσουν ανάλογα με τα μέτρα τους και το κάνουν με το στοιχειώδες λεξιλόγιο που διαθέτουν και που στα δικά μας αυτιά ηχεί ως τερατώδες ψέμα. Πράγματι, το λεξιλόγιο των παιδιών διαφοροποιείται από το δικό μας σε πέντε βασικά χαρακτηριστικά:

  1. Μπερδεύει την πραγματικότητα με τη φαντασία. Για τα παιδιά τα όρια μεταξύ πραγματικού και φανταστικού είναι ρευστά, κι έτσι τα διευρύνουν ή τα περιορίζουν κατά βούληση: το πέρασμα από το ένα στο άλλο είναι εντελώς φυσιολογικό. Τα παιδιά δεν μπορούν ακόμα να διακρίνουν το πραγματικό από το φανταστικό, γιατί το πραγματικό είναι πολύ πρόσφατο και το φανταστικό ακόμα παρόν. Γι’ αυτόν τον λόγο δεν μπορούμε να μιλάμε για αληθινά ψέματα πριν από την ηλικία των 5 ετών.
  2. Περιγράφει τα συναισθήματα. Για παράδειγμα, ο Μάρκος, αφού έριξε μια γροθιά στον φίλο του, έτρεξε στη μαμά του λέγοντας: «Εκείνος με χτύπησε!». Αυτό που κυριαρχεί στο μυαλό του Μάρκου είναι η γροθιά, όχι ποιος την έριξε ή ποιος την έφαγε. Σε αυτήν την ηλικία τα παιδιά δεν έχουν μάθει ακόμα να προσδιορίζουν την αλήθεια και μεταβιβάζουν την εμπειρία τους στους άλλους. Γι’ αυτόν τον λόγο η τάση για ψέματα εμφανίζεται παράλληλα με τα πιο σημαντικά για την ανάπτυξη του παιδιού γεγονότα, όπως είναι η γέννηση δεύτερου παιδιού, η πρώτη μέρα στον παιδικό σταθμό, η απομάκρυνση ενός από τους γονείς.
  3. Είναι ολιστικό, αγνοεί δηλαδή τις λεπτομέρειες. Το παιδί, στα πρώτα χρόνια της ζωής του, βλέπει τις καταστάσεις ως ένα αδιαίρετο σύνολο: δεν είναι σε θέση να διακρίνει το παρελθόν από το μέλλον, την αιτία από το αποτέλεσμα, τη συνολική εικόνα μιας κατάστασης από τις λεπτομέρειές της.
  4. Είναι ευάλωτο στην υποβολή. Όταν τα ρωτήσουμε κάτι, τα μικρά παιδιά νιώθουν υποχρεωμένα να μας δώσουν την απάντηση που θεωρούν ότι περιμένουμε και, αν δείχνουμε να την αποδεχόμαστε, προσθέτουν και λεπτομέρειες, υπερβολές και αποχρώσεις με τη μαεστρία έμπειρου παραμυθά.
  5. Ακολουθεί τη λογική της επιθυμίας και όχι της πραγματικότητας. Στα μικρά παιδιά είναι ισχυρή η ανάγκη να τα ζητούν και να τα θέλουν όλα και γρήγορα. Δεν είναι κάτι που πρέπει να μας ανησυχεί, αυτή ακριβώς η τάση τους να ικανοποιούν τις άμεσες ανάγκες τους τους δίνει τροφή για την ανάπτυξή τους. Κάποιες φορές, εμείς οι ίδιοι τα αναγκάζουμε να μη μας πουν την αλήθεια κάνοντάς τους δύσκολες ερωτήσεις, όπως: «Τα χέρια σου τα έπλυνες πριν πιάσεις το μπισκότο;». Αρκεί να πούμε πολύ απλά: «Θα σου φυλάω εγώ το μπισκότο, μέχρι να πλύνεις τα χέρια σου».

Πώς να αντιμετωπίσουμε τα ψέματα των παιδιών 2-5 ετών

Αντιδράσεις που είναι προτιμότερο να αποφεύγουμε

  • «Είσαι ψεύτης/κλέφτης!». Ο Φρόιντ, θεμελιωτής της ψυχανάλυσης, υποστήριζε ότι τα μικρά παιδιά είναι προ-ηθικά (όχι αν-ήθικα), που σημαίνει ότι δεν είναι ακόμα ικανά να εννοήσουν τι είναι ηθική συμπεριφορά. Γι’ αυτό το ξέσπασμά μας (που είναι αυθόρμητο και κατανοητό από πολλές απόψεις) είναι καταδικασμένο να πέφτει στο κενό. Λέξεις όπως «ψεύτης» και «κλέφτης» προσβάλλουν το παιδί και αντί να το πείσουν να μην επαναλάβει παρόμοιες ενέργειες, υπάρχει κίνδυνος να πυροδοτήσουν μέσα του μια τάση έντονη για αντίδραση και επανάσταση.
  • «Μα καλά, τι λες τώρα; Είσαι σίγουρος γι’ αυτό;». Μπροστά στην έκπληξη και στο σάστισμά μας, το μικρό παιδί απολαμβάνει με ικανοποίηση το αποτέλεσμα: κατάφερε να συγκεντρώσει πάνω του την προσοχή μας. Και θα θεωρήσει ότι το ψέμα είναι ένας καλός τρόπος για να γυρίσει τον διακόπτη του ενδιαφέροντος των μεγάλων.
  • Προσποιούμαστε ότι δεν τρέχει τίποτα. Είναι η πιο βολική, αλλά όχι απαραίτητα και η καλύτερη λύση. Το να προσποιούμαστε είναι σαν να λέμε κι εμείς ψέματα. Όταν αποσιωπούμε ένα γεγονός, γινόμαστε συνένοχοι και ενθαρρύνουμε το παιδί να συνεχίσει αυτή τη συμπεριφορά του.
  • Ξεσκεπάζουμε το παιδί δημοσίως.Λύσεις αυτού του τύπου ποτέ δεν έφεραν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Διαψεύδοντας ένα παιδί παρουσία τρίτων και παραδίδοντάς το στη δημόσια αποδοκιμασία, πετυχαίνουμε το αντίθετο από αυτό που επιδιώκουμε: το παιδί υπόκειται σε έναν εξευτελισμό που θα το παροτρύνει να συνεχίσει να ψεύδεται. Πράγματι, όταν η κατάσταση επανέλθει στους φυσιολογικούς της ρυθμούς, το παιδί απ’ τον θυμό του θα θελήσει να πάρει εκδίκηση με ένα ψέμα ακόμα πιο χοντρό, πεπεισμένο ότι το πρόβλημα δεν είναι η συμπεριφορά του, αλλά το ότι δεν «έπιασε» το προηγούμενο ψέμα.
  • «Να δεις τι έχει να γίνει μόλις το πω στον μπαμπά!». Συχνά το παιδί καταφεύγει στο ψέμα επειδή φοβάται τις αντιδράσεις μας στα λάθη του. Αν το τιμωρήσουμε ή το απειλήσουμε ότι θα το τιμωρήσουμε, θα πειστεί ακόμα περισσότερο ότι τα ψέματα είναι απαραίτητη τακτική για όποιον θέλει να γλυτώσει τις ολέθριες συνέπειες. Εξάλλου, οι απειλές δεν έμαθαν ποτέ κανέναν να είναι έντιμος. Αντίθετα, υπάρχει ο κίνδυνος να παροτρύνουν το παιδί να δεχτεί την πρόκληση φέρνοντας ακριβώς το αντίθετο από το επιθυμητό αποτέλεσμα.
  • «Γιατί το έκανες αυτό;» «Γιατί είπες ψέματα;». Το παιδί δεν είναι ακόμα σε θέση να αναπτύξει τους λόγους αυτής της συμπεριφοράς του. Άλλωστε, πολλές φορές κι εμείς οι ίδιοι δυσκολευόμαστε να διατυπώσουμε με τρόπο λογικό τα αίτια των πράξεών μας. Οι ερωτήσεις αυτού του είδους, λοιπόν, είτε θα μείνουν μοιραία αναπάντητες είτε θα φέρουν καινούργια ψέματα. Αυτό που κάνουμε είναι να υποθέτουμε έμμεσα τον ένοχο, ο οποίος κατά συνέπεια οφείλει να υπεραμυνθεί της αθωότητάς του.

Οι κατάλληλες απαντήσεις

  • (Για παιδιά 2-3 ετών) Χωρίς να χάσουμε την ψυχραιμία μας, ανακατευθύνουμε ήπια το παιδί προς την αλήθεια. Ας δούμε ένα συνηθισμένο σενάριο: Το παιδί τρώει ένα γλύκισμα που δεν έπρεπε να φάει, και επιμένει λέγοντας: «Δεν έφαγα αυτό το μπισκότο!». Μπορούμε να απαντήσουμε λέγοντας: «Μμμ, τι περίεργο, τα χέρια σου μυρίζουν μπισκότο και υπάρχουν πολλά ψίχουλα στο πάτωμα.» Παραθέτοντας μερικά δεδομένα, αποφεύγουμε να μπούμε σε μια μάχη εξουσίας με το παιδί μας. Μετά, μπορούμε να συνεχίσουμε με μια απλή φράση που να βοηθά στην ενίσχυση της σημασίας της αλήθειας, κάτι σαν «Σε παρακαλώ, να ενημερώνεις τη μαμά όταν τρως κάτι για να σιγουρευτούμε ότι δε θα πονέσει η κοιλίτσα σου μετά».
  • (Για παιδιά 3-5 ετών) Παραμένουμε ήρεμοι, αλλά χρησιμοποιούμε σταθερή και αποφασιστική φωνή για να τονίσουμε ότι είπε ψέματα κι ότι το ψέμα δεν είναι σωστό. Για παράδειγμα, το παιδί επιμένει ότι δεν έσπασε το κερί στο σαλόνι παίζοντας με την μπάλα, αλλά τα στοιχεία λένε το αντίθετο. Μπορούμε να αναφέρουμε ότι δεν είμαστε θυμωμένοι, απλά θέλουμε να μάθουμε την αλήθεια, γιατί η αλήθεια είναι σημαντική. Αυτό θα μπορούσε να ειπωθεί κάπως έτσι: «Μμμ, μου φαίνεται ότι δε λες την αλήθεια. Δεν είμαι θυμωμένος/η που έσπασε το κερί, συμβαίνουν κι ατυχήματα. Μπορείς να μου πεις ξανά τι έγινε;». Αν το παιδί ανταποκριθεί με ειλικρίνεια, το επιβραβεύουμε για την ειλικρίνειά του και προχωράμε παρακάτω. Αν συνεχίσει να επιμένει στο ψέμα, στρέφουμε την προσοχή μας μακριά από το συμβάν και κάνουμε μια σύντομη συζήτηση για τη σημασία της αλήθειας και τις επιπτώσεις του ψέματος. Ανάλογα με τη διάθεση και τη συγκέντρωση του παιδιού, μπορούμε είτε να ζητήσουμε ξανά την αλήθεια είτε να κάνουμε ένα διάλειμμα και να συνεχίσουμε τη συζήτηση αργότερα.
  • Ενημερώνουμε το παιδί ότι το ψέμα δεν είναι μια αποδεκτή συμπεριφορά. Εξηγούμε γιατί η ειλικρίνεια είναι σημαντική και πώς το ψέμα μπορεί να βλάψει την εμπιστοσύνη στις σχέσεις. Αυτό μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: «Στην οικογένειά μας, είναι σημαντικό να ξέρουμε ότι μπορούμε να λέμε την αλήθεια ο ένας στον άλλον, ώστε να βρίσκουμε λύσεις μαζί».
  • Επαινούμε το παιδί όταν παραδέχεται το ψέμα του. Για παράδειγμα, «Χαίρομαι πολύ που μου είπες τι έγινε. Ας συνεργαστούμε για να βρούμε μαζί μια λύση».
  • Χρησιμοποιούμε ένα αστείο για να ενθαρρύνουμε το παιδί να παραδεχτεί το ψέμα του. Για παράδειγμα, μπορεί το μικρό μας να πει, «Το αρκουδάκι μου το έσπασε». Θα μπορούσαμε να πούμε κάτι όπως: «Αναρωτιέμαι γιατί το αρκουδάκι έκανε κάτι τέτοιο!». Συνεχίζουμε το αστείο μέχρι το παιδί να παραδεχτεί την αλήθεια.
  • Βοηθάμε το παιδί να αποφεύγει καταστάσεις όπου αισθάνεται την ανάγκη να πει ψέματα. Για παράδειγμα, αν το ρωτήσουμε αν εκείνο έριξε το γάλα, μπορεί να αισθανθεί την ανάγκη να πει ψέματα. Για να αποφύγουμε αυτήν την κατάσταση, μπορούμε να πούμε: «Βλέπω ότι έγινε ένα ατύχημα με το γάλα. Ας το καθαρίσουμε μαζί».
  • Επικεντρωνόμαστε στο να θέσουμε εκ νέου τους κανόνες. Όταν ανακαλύπτουμε κάποιο ατόπημα, το καλύτερο θα ήταν να μην αναζητήσουμε τον ένοχο, αλλά να εδραιώσουμε εκ νέου αποφασιστικά τον κανόνα που παραβιάστηκε. Κατά βάθος, αυτό κυρίως μας ενδιαφέρει. Για παράδειγμα, «Όταν θέλεις να πιάσεις το ποτήρι, να το κρατάς και με τα δύο χέρια», «Δεν αγγίζουμε τα εργαλεία δουλειάς του μπαμπά».
  • Δείχνουμε στο παιδί ότι το εμπιστευόμαστε. «Αν θέλεις το παιδί σου να είναι ειλικρινές, να μη σκέφτεσαι ποτέ ότι λέει ψέματα», λέει μια κινέζικη παροιμία. Μόνο αν δείχνουμε πάντα εμπιστοσύνη στο παιδί μας, μπορούμε να περιμένουμε ότι θα μας την ανταποδώσει. Να μην κουραζόμαστε να επαναλαμβάνουμε ότι το εμπιστευόμαστε και να του ανοίγουμε την καρδιά μας. Στις περισσότερες περιπτώσεις, θα νιώσει κι εκείνο με τη σειρά του πιο πρόθυμο να είναι ανοιχτό και ειλικρινές μαζί μας.
  • Διαβεβαιώνουμε το παιδί για την αγάπη μας. Λέμε στο παιδί ότι θα το αγαπάμε πάντα, κι ας έχει κάνει λάθη, κι ας έχει πει ψέματα. Δεν είναι το ίδιο το παιδί κακό, αλλά η συγκεκριμένη συμπεριφορά του, την οποία και μπορεί να αλλάξει με τη βοήθειά μας.
  • Τέλος, δίνουμε το καλό παράδειγμα. Τα παιδιά σε αυτή την ηλικία είναι πολύ παρατηρητικά και μπορούν να αρχίσουν να καταλαβαίνουν πότε λέμε ψέματα σε άλλους ενήλικους. Καλό είναι να αποφεύγουμε να τους ζητάμε να κρύβουν πράγματα από τον άλλο γονέα ή άλλους φροντιστές (π.χ. «Θα σου δώσω ένα μπισκότο, αλλά μην το πεις στη μαμά»), καθώς αυτό τα κάνει να πιστεύουν ότι το ψέμα είναι αποδεκτό.

Συμπερασματικά, αυτό που βρίσκεται πίσω από τα πρώτα ψέματα του μικρού παιδιού είναι η αθωότητά του και όχι η υποκρισία. Γι’ αυτό, αντί να θυμώνουμε, ας προσπαθήσουμε να μπούμε στο σκεπτικό των μικρών παιδιών μας, για να καταλάβουμε τι είναι αυτό που τα ωθεί να αρνούνται μέχρι και το οφθαλμοφανές και να υποστηρίζουν πεισματικά ανυπόστατες δικαιολογίες.

Πηγές

  • Λανιάντο, Ν. και Πιέτρα Τζ. (2003). Τα ψέματα των παιδιών: Γιατί τα λένε, πώς να τα ερμηνεύετε. Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε.
  • Martelo, C. (2023). Age-by-age guide to lying: How to handle your child’s lying. Retrieved from https://huckleberrycare.com/blog/age-by-age-guide-to-lying
  • Παππά, Β. (2013). Η λογική των συναισθημάτων. Συναισθηματική ανάπτυξη και συναισθηματική νοημοσύνη. Αθήνα: Οκτώ.
  • Schuler, K. (2023). Natural born liars: An honest discussion about kids and lying. Retrieved from https://www.jaiinstituteforparenting.com/natural-born-liars-an-honest-discussion-about-kids-and-lying
  • Στάινερ, Κ. (2006). Συναισθηματική νοημοσύνη με καρδιά (Μεταφρ.: Β. Παππά). Αθήνα: Καστανιώτης.