1. Τα παιδιά λειτουργούν ως αναπάντεχοι δάσκαλοι των γονέων τους, στους οποίους προσφέρουν -μέσα από την εξαντλητική εξάρτηση, τον εγωισμό και την ευαισθησία τους- μια προηγμένη εκπαίδευση σε ένα εντελώς νέο είδος αγάπης, όπου η ανταπόδοση δεν εξαρτάται από εγωιστικές απαιτήσεις ή τύψεις, ενώ ο πραγματικός στόχος είναι η υπέρβαση του εαυτού μας για χάρη κάποιου άλλου.
Τα παιδιά μάς διδάσκουν ότι η αγάπη είναι, στην αγνότερη μορφή της, ένα είδος υπηρεσίας. Με άλλα λόγια, μας διδάσκουν να προσφέρουμε χωρίς να αναμένουμε κάποιο αντάλλαγμα, απλώς και μόνο επειδή χρειάζονται επειγόντως βοήθεια – κι εμείς είμαστε σε θέση να την προσφέρουμε. Μυούμαστε σε μια αγάπη που δε βασίζεται στον θαυμασμό της δύναμης, αλλά στη συμπόνια της αδυναμίας, σε κάτι ευάλωτο που είναι κοινό για όλα τα ανθρώπινα πλάσματα.
Μαθαίνουμε επίσης πως το να υπηρετούμε κάποιον άλλον δεν είναι ταπεινωτικό, το αντίθετο μάλλον, αφού μας απελευθερώνει από την ευθύνη της διαρκούς εξυπηρέτησης της προσωπικής μας αχόρταγης φύσης. Μαθαίνουμε πόσο ανακουφιστικό και προνομιούχο είναι να έχουμε τη δυνατότητα να ζούμε για κάτι πιο σημαντικό από τον εαυτό μας.
2. Τα παιδιά διδάσκουν στους γονείς και κάτι άλλο για την αγάπη: η ειλικρινής αγάπη απαιτεί μία συνεχή προσπάθεια να ερμηνεύεις με μέγιστη γενναιοδωρία τι μπορεί να συμβαίνει, ανά πάσα στιγμή, κάτω από την επιφάνεια μιας δύσκολης και μη ελκυστικής συμπεριφοράς.
Ο γονέας είναι υποχρεωμένος να μαντεύει ποια είναι η πραγματική σημασία του κλάματος, της κλωτσιάς, της θλίψης ή του θυμού. Και το χαρακτηριστικό που αναδεικνύει το εγχείρημα της ερμηνείας -και το καθιστά τόσο διαφορετικό από όσα συμβαίνουν σε μια συνηθισμένη ενήλικη σχέση- είναι η ευσπλαχνία. Οι γονείς έχουν την τάση να ξεκινούν υποθέτοντας ότι τα παιδιά τους είναι βασικά καλοί άνθρωποι και ότι, μόλις εντοπιστεί η αιτία του πόνου τους, θα επανέλθουν στη φυσική τους αθωότητα. Για παράδειγμα, όταν τα παιδιά κλαίνε, δεν τα κατηγορούμε ότι είναι μοχθηρά ή μεμψίμοιρα -αναρωτιόμαστε τι τα αναστατώνει. Όταν δαγκώνουν, ξέρουμε ότι μάλλον είναι τρομαγμένα ή πρόσκαιρα εκνευρισμένα. Αντιλαμβανόμαστε τις ύπουλες συνέπειες που ίσως έχουν στη διάθεσή τους η πείνα ή η έλλειψη ύπνου.
Θα ήμασταν πραγματικά καλοί αν καταφέρναμε να μεταφέρουμε έστω και λίγο από αυτό το ένστικτο στις ενήλικες σχέσεις μας, δηλαδή αν και σε αυτές τις περιπτώσεις καταφέρναμε να δούμε πέρα από τη γκρίνια και την πικρία και αναγνωρίζαμε τον φόβο, τη σύγχυση και την εξάντληση που σχεδόν πάντα υποκρύπτονται. Αυτό θα οδηγούσε στο να αντιμετωπίζουμε το ανθρώπινο είδος με αγάπη.
3. Ως γονείς, μαθαίνουμε άλλο ένα πράγμα για την αγάπη: πόση δύναμη έχουμε απέναντι σε άτομα που εξαρτώνται από εμάς και, άρα, ποιες ευθύνες οφείλουμε να αντιμετωπίζουμε προσεκτικά σε σχέση με όσους βρίσκονται στο έλεός μας. Μαθαίνουμε ότι διαθέτουμε την αναπάντεχη δύναμη να πληγώνουμε χωρίς να το θέλουμε: να τρομάζουμε τους άλλους με το να είμαστε εκκεντρικοί ή απρόβλεπτοι, αγχωμένοι ή πρόσκαιρα εκνευρισμένοι.
Οφείλουμε να εκπαιδευόμαστε ώστε να είμαστε όπως μας θέλουν και μας χρειάζονται οι άλλοι, και όχι όπως ίσως μας υπαγορεύουν τα άμεσα αντανακλαστικά μας. Οι γονείς χρειάζεται να αναγνωρίσουν πόσο προσεκτικοί οφείλουν να είναι όταν παρουσιάζουν στα παιδιά τους διάφορες πτυχές του κόσμου. Για παράδειγμα, τα φαντάσματα αποκλείονται -και μόνο η λέξη έχει τη δύναμη να προκαλεί τρόμο. Ούτε κάνουμε αστεία με δράκους, ειδικά αφού πέσει το σκοτάδι. Έχει σημασία πώς θα τους περιγράψουμε για πρώτη φορά την αστυνομία, τους πολιτικούς, τους επιστήμονες…
Όσο για τη δική μας φύση, οφείλει επίσης να προσαρμοστεί και να απλοποιηθεί. Η αγάπη μας για τα παιδιά μας δε μας επιτρέπει να τολμήσουμε να τα βαρύνουμε με τη γεμάτη άγχος πραγματικότητά μας. Το γεγονός ότι τα αγαπάμε σημαίνει ότι αγωνιζόμαστε για να βρούμε το κουράγιο να μην τα τρομάξουμε.
4. Ένα παιδί που δέχεται πολλή αγάπη έρχεται αντιμέτωπο με ένα προκλητικό δεδικασμένο. Από την ίδια της τη φύση, η γονεϊκή αγάπη προσπαθεί να αποκρύπτει την προσπάθεια που απαιτήθηκε για τη δημιουργία της. Προστατεύει τον αποδέκτη από την πολυπλοκότητα και τη θλίψη του δότη – όπως και από το να αντιληφθεί πόσα ενδιαφέροντα, πόσους φίλους και πόσες ανησυχίες έχει θυσιάσει ο γονέας στο όνομα της αγάπης.
Με άπειρη γενναιοδωρία, τοποθετεί το νεαρό άτομο στο κέντρο του κόσμου για ένα διάστημα – για να του δώσει τη δύναμη για την ημέρα που θα αναγκαστεί, με αγωνιώδη έκπληξη, να κατανοήσει την αληθινή κλίμακα και την άβολη μοναξιά του πραγματικού κόσμου.
5. Δεν είναι περίεργο αν, αρχίζοντας να δημιουργούμε σχέσεις ως ενήλικοι, ξεκινήσουμε να αναζητάμε πιστά κάποιον που μπορεί να μας προσφέρει την περιεκτική, ανιδιοτελή αγάπη που ίσως είχαμε γνωρίσει κάποτε ως παιδιά. Ούτε θα ήταν περίεργο αν νιώθαμε απογοητευμένοι και, τελικά, εξαιρετικά ματαιωμένοι επειδή είναι πολύ δύσκολο να βρούμε κάτι τέτοιο. Κι αυτό γιατί οι άλλοι σπάνια κατανοούν τι χρειαζόμαστε ή ενδιαφέρονται να μας βοηθήσουν. Μπορεί να εξοργιζόμαστε και να κατηγορούμε τους άλλους για την ανικανότητά τους να διαισθανθούν τις ανάγκες μας, μπορεί να φερόμαστε άστατα πηγαίνοντας από τη μια σχέση στην άλλη, μπορεί να κατηγορούμε συλλήβδην το άλλο φύλο για τη ρηχότητά του.
Ώσπου μια μέρα σταματάμε τις ατέρμονες και αδιέξοδες έρευνές μας, και φτάνουμε σε μια υποψία ώριμης αποστασιοποίησης. Φτάνουμε, δηλαδή, στη συνειδητοποίηση ότι ίσως χρειάζεται να πάψουμε να απαιτούμε την τέλεια αγάπη και να επισημαίνουμε τη διαρκή απουσία της, και να αρχίσουμε να προσφέρουμε απλόχερα αγάπη χωρίς να υπολογίζουμε ζηλόφθονα τις πιθανότητες να μας επιστραφεί.
Βιβλιογραφική αναφορά
- Ντε Μποττόν, Α. (2017). Το χρονικό του έρωτα. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη.